Όταν ήμουν μικρή και ήθελα να κάνω ένα δώρο πιο προσωπικό σε κάποιο φίλο, έγραφα μια κασέτα. Ξόδευα ώρες ατελείωτες για να βρω τα τραγούδια που θα μπορούσαν να του αρέσουν. Έβαζα βέβαια πάντα και κάποια δικά μου που θα ήθελα να ακούσει. Έγραφα τους τίτλους με καλλιγραφικά γράμματα στο εξώφυλλο, συνήθως μια αφιέρωση… και πολλή αγάπη.
Κάπως έτσι μου ήρθε η ιδέα του ιστολογίου αυτού. Μια ηλεκτρονική κασέτα από τραγούδια που αγάπησα και αγαπώ σε συνδυασμό με φωτογραφίες δικές μου και μαζί κάποιες σκέψεις ή αναμνήσεις που πάντα τα συνοδεύουν.
Κάποτε οι γιορτές έφερναν τις καρδιές μας κοντά.
Γιορτάζαμε το "μαζί", γιορτάζαμε το "όλοι".
Και του χρόνου περισσότερου,
κάθε χρόνο πιο πολλοί.
Ο Δεκέμβρης γέμιζε με προσμονή,
η λαχτάρα μεγάλωνε.
Τα σχέδια, οι βαλίτσες, το ταξίδι και η αντάμωση.
Οι μυρωδιές, η ζεστασιά, το σπίτι.
Οι μποναμάδες, τα δώρα, οι αγκαλιές.
Κάποτε όμως οι γιορτές τελειώνουν.
Όπως τελείωσε η ξενοιασιά μας.
Μα αυτό πάντα που θα μένει,
αυτό που πάντα θα με κρατά εδώ,
γεμάτη και ευτυχισμένη,
είναι οι άνθρωποι και η αγάπη.
Δεν θέλω τίποτα άλλο...
Πάμε μια βόλτα στην πόλη.
Έχει κρύο απόψε και θέλω αγκαλιά.
Τι κι αν νιώσαμε για μια στιγμή να φεύγει η χαρά.
Τι κι αν πνίξαμε για λίγο την αγάπη.
Παραδοθήκαμε σε μια αδιέξοδη σπατάλη,
δεν νιώσαμε την ζωή να φεύγει.
Παγωμένοι και κλαμένοι
σωθήκαμε από τα δύσκολα,
σωθήκαμε από εμάς.
Άσε με να περάσω το χέρι μου στο χέρι σου.
Να ξεχάσω για λίγο αυτό που με τρώει.
Μπορεί αύριο να μην ζούμε.
Αυτή την ψύχρα που την κάναμε ζέστη,
ποιο σύμπαν μπορεί να καταστρέψει.
Έτσι θα υπάρχει και θα ανθίζει ανάμεσα στα αστέρια.
Θα φεγγοβολά και θα τυφλώνει το σκοτάδι.
(θα προσπαθήσω να κρατώ ενημερωμένο αυτό το ιστολόγιο, αν και ο χρόνος μου είναι περιορισμένος. Ήδη στο άλλο μου ιστολόγιο κατέβασα τα ρολά για φέτος.)
Σε μια αυταπάτη πλανιέται ο κόσμος μας.
Περνά ο χρόνος χωρίς να τον γεμίζουμε με ευτυχία.
Χωρίς να νιώθουμε τις ώρες να μας κουμαντάρουν.
Περιμένω το επόμενο χτυποκάρδι,
που όμως δεν έρχεται ποτέ.
Ξημερώνω δίχως όνειρα, δίχως σκέψεις.
Ζω χωρίς κουράγιο, με δάκρυα στα μάτια.
Με ένα κόμπο στην ψυχή, με ένα απίστευτο βάρος.
Δεν υποφέρεται, δεν προσπερνιέται.
Λιμνάζει, σαπίζει μέσα μου,
καταστρέφει ότι όμορφο έχουμε ζήσει.
Με πληγώνει κάθε μέρα πιο βαθιά.
Μα εμείς δεν θέλουμε να το δούμε.
Το περιτυλίγουμε με λόγια όμορφα,
με ερωτήσεις ανούσιες και απαντήσεις αναπόφευκτες.
Τι είναι αυτό που σε τυφλώνει;
Τι είναι αυτό που σε κάνει να μην νιώθεις;
Σε σένα μιλάω...
Δεν είναι έτσι η αγάπη.
Κάποια βραδιά γύρισε ο κόσμος.
Δεν είχα θεό, δεν είχα πίστη.
Μακρυά σε ξένη χώρα, σε ξένο κορμί.
Κολυμπούσα μέσα σε ένα κρεβάτι,
μα δεν έφτανα στην οχθη του.
Τα νερά του πράσινα και κρύα.
Τα σεντόνια του τσαλακωμένα και σκληρά.
Σε είδα σε μιαν άκρη,
δίπλα στον αφρό να τυραννιέσαι.
Χωρίς ρούχα και ψυχή,
χωρίς όνειρα, με το βλέμμα κενό,
να περιμένεις ένα θαύμα.
Τόσο που φτήνυνε ο κόσμο μας,
τόσο που η καρδιά μας σταμάτησε να χτυπά,
σταμάτησε να αναριγά το δέρμα μας.
Το χαμόγελο μας πουλήθηκε για μια στιγμή,
για μια τιποτένια ελπίδα,
για ένα κρύο πιάτο φαΐ.
Και οι δρόμοι αφιλόξενοι,
με μυστικά φορτωμένοι.
Και τα χέρια μας αδειανά,
με πόνο και πίκρα ματωμένα.
Δεν νιώθουμε πια, δεν ανατριχιάζουμε.
Δεν υπάρχουμε, δεν ζούμε.
Το σ΄ αγαπώ δεν μένει πλέον εδώ
και οι ποιητές χάθηκαν μέσα σε μια νύχτα...
Μ΄ακούς που σου μιλώ;
Ομίχλη κύκλωσε την έρημη γειτονιά μας.
Το φεγγάρι κρύβετε απόψε.
Ένα σύννεφο παίζει μαζί του.
Το κοροϊδεύει, το περιγελά.
Έτσι μου κρύβεσαι και συ.
Πίσω απ΄την κουρτίνα,
πίσω από τη βαριά πόρτα του εγώ σου.
Βρες το κλειδί, είμαι αυτό που αναζητούσες χρόνια.
Δεν σου ζητώ να μ΄ αγαπήσεις,
σου ζητώ να με αφήσεις να σ΄ αγαπώ.
Μην φοβάσαι...
Το πρώτο κρύο νόμιζα ότι θα σε φέρνει κοντά.
Έτσι όπως τα φύλλα μαζεύονται στην πόρτα μου,
όπως το νερό στην άκρη του δρόμου,
όπως τα πουλιά κάτω από το μπαλκόνι μας.
Ακόμα όμως σε ψάχνω, σε περιμένω.
Και κρυώνω βασανισμένο μυστικό μου.
Μια λέξη παραπάνω, αυτό περιμένω να πεις.
Να την νιώσω σαν ρεύμα να με περνά.
Να βάλω το χαμόγελο, να πάρω τη χαρά.
Να τα δέσω σφιχτά ανάμεσα στα δόντια μου.
Να νιώσω να θέλω να σκάσω από αμφιβολία.
Να σου πω κάτι μεγάλο και να το μετανιώσω την ίδια στιγμή.
Να σου πω κάτι φτηνό και να το χαρώ σαν σ' αγαπώ.
Να σε διώξω με μίσος, να σε πονέσω με πάθος.
Να σε χάσω σαν κάτι ασήμαντο.
Να φορέσω το ομορφότερο φουστάνι μου,
να σε κοιτάξω, να σε πάρω αγκαλιά
και να σου ότι όλα ήταν ένα άσχημο όνειρο.
(Αν και πάντα αναρτώ και συνήθως μου αρέσουν οι πρώτες εκτελέσεις των τραγουδιών, η δεύτερη εκτέλεση του τραγουδιού αυτού, με τον Κώστα Μάντζιο δηλαδή, είναι για μένα η πιο πετυχημένη από όλες. Μακράν πιο προσεγμένη από την πρώτη του Νομικού και αρκετά καλύτερη από την τρίτη του Νταλάρα)
Γίνε το ποτάμι που βγάζει στην θάλασσα των ανθρώπων τις ψυχές.
Γίνε το δάσος που ταΐζει τα παιδιά της αγάπης.
Γίνε η πέτρινη προβλήτα που σταματά το κύμα.
Τα μπλε τραπεζάκια, οι ξύλινες καρέκλες με το ψάθινο κάθισμα,
να ξεκουράσω του μυαλού μου τις φουρτούνες.
Γίνε η μικρή πλατεία, ο δρόμος με τα πεύκα, το σπίτι με τις τριανταφυλλιές.
Αυτά τα λόγια δεν είναι για σένα,
αυτό το μαύρο που ξοδεύω δεν είναι για σένα.
Αυτό το μυαλό, αυτές οι σκέψεις,
αυτός ο πονοκέφαλος δεν είναι για σένα.
Αυτή η διαδρομή, αυτή η επιστροφή,
αυτό το συγνώμη δεν είναι για σένα.
Αυτό το σώμα, αυτά τα χέρια,
αυτή η ηδονή δεν είναι για σένα.
Δεν γράφω για σένα,
δεν κλαίω για σένα,
δεν νιώθω για σένα.
Αυτό το τραγούδι δεν είναι για σένα.
(Για τον Μαζεστίξ και την bremelaxrinaki. Ελπίζω να σας αρέσει.)
Μετά την νύχτα, κοντά στο χάραμα.
Η ώρα μας, η στιγμή της μεταμόρφωσης.
Τα κορμιά μας αφήνονται στη γεύση του λικέρ.
Τα χείλη μας διψασμένα ζητάνε φιλιά
και τα μάτια μας δάκρυα.
Αφηνόμαστε στην δίνη των γέλιων μας,
πνιγόμαστε στο πηγάδι της αγκαλιάς μας.
Η δύναμη του μυαλού μας αφόρητα κουραστική,
τα λόγια μας μπερδεύονται και φτιάχνουν παλάτια.
Χανόμαστε ο ένας μέσα στον άλλον,
μεθάμε με το κρασί που τρυγάμε από τους χορούς μας.
Και με το πρώτο φως της μέρας,
κουρασμένοι, γελαστοί και απογοητευμένοι,
έτσι απλά,
οι ψυχές μας και οι αγάπες μας γίνονται ένα.
Ο έρωτας δεν έχει ύπνο, δεν κοιμάται.
Δεν ξεκουράζεται, δεν ησυχάζει.
Κυκλοφορεί με μάτια πρησμένα,
με χείλη δαγκωμένα.
Πρωί τον ξεχνάς, τον απαρνιέσαι.
Μεσημέρι κοιτάς άλλα μάτια.
Βράδυ σε παγιδεύει ξανά.
Χαράματα η αγρύπνια σου κάνει συντροφιά
και χάνεσαι ξανά, σκορπάς μακρυά,
όσα ήθελες να σώσεις.
Αγρύπνια, αψηλάφητο ζώο!
Δίχως, μια στάλα στοργή,
σ΄ όσους διψάν για χίμαιρες, γέρνεις
την κούπα σου που `ναι πάντα αδειανή.
Κι ενώ περνά η νύχτα κατάλευκη,
βροχερή σαν Κυριακή,
ξέρω γιατί, στ΄ αυτί που σπαράζει,
χιμάς και γλείφεις σαν το σκυλί.
Δεν αγαπάς!Αφήνεις τους ψύλλους σου,
τους ήχους που φτάνουν από μακριά,
αγρύπνια, κακόφωνο όργανο,
που αλέθεις των εκλεκτών το "ωσαννά".
Αγρύπνια της κόλασης κήτος,
είναι το φιλί σου φωτιά.
Αφήνει μια γεύση από σίδερο,
που `χουν ξηλώσει από καράβια παλιά.
Στίχοι - Μουσική - Εκτέλεση: Θανάσης Παπακωνσταντίνου
Περάσαν μήνες, μα δεν μιλούσα.
Σε περίμενα σε εκείνες τις γραμμές.
Σε περίμενα νύχτες ολόκληρες.
Να σου δείξω τι δεν χωρούσε στο μυαλό μου.
Να ακούσεις όσα δεν λέγονται με λόγια.
Να νιώσεις ότι δεν σου έδωσα να καταλάβεις.
Να φοβηθείς όπως εγώ.
Σαν ένα μικρό παιδί,
που περιμένει ένα μπράβο.
Η λαχτάρα έσβηνε σιγά σιγά.
Και το σκοτάδι με τρυπούσε ως το κόκαλο.
Και συ σε ένα κόσμο μόνο δικό σου.
Άνοιξέ μου, κρυώνω.
Δεν πειράζει.
Έλα πάρε με αγκαλιά.
Πάμε πάλι απ την αρχή.
(Για αυτούς που βασανίστηκαν και πέθαναν κατά την διάρκεια της Χούντας. Για αυτούς που αγωνίστηκαν για την ελευθερία, για αυτούς που δεν έχασαν τις αξίες τους, για αυτούς που παλεύουν ακόμα.
Θέλω να δω τον πόνο σου για μένα.
Για μια στιγμή να σ΄αναστήσω,
για μια στιγμή να σε κάνω δικό μου.
Πριν φύγω για πάντα,
πριν νιώσω την απόγνωση της απουσίας σου.
Μια άχρωμη νύχτα, ένα κρύο πρωί.
Να έρθω στην βροχερή σου πόλη,
από ξένο να σε κάνω φίλο,
από φίλο να σε κάνω εραστή.
Χωρίς χθες, μόνοι, χωρίς νόημα.
Θέλω να σε δω αμόλυντο, δίχως παρελθόν.
Θέλω να σε δω να κρέμεσαι απ΄ τα λόγια μου.
Θέλω να σε δω να γελάς μόνο για μένα.
Θέλω να μας δω άσκοπα να περιπλανιόμαστε στης αγάπης το πλανήτη,
αναζητώντας μια ζωή που θα μας σώσει από τον θάνατο.
Τα χρόνια περνούν φυτρώνοντας πάνω μας.
Μέσα μας εγκλωβίζονται,
μας κυριαρχούν, μας πονούν.
Ζεις τον ήλιο, ζεις και το σκοτάδι.
Κοίτα πάντα το φως να νικά τη νύχτα.
Κι αν φοβηθείς την αγάπη,
μην σκλαβωθείς προσπάθησε.
Σαν φυλακή μοιάζει καμιά φορά.
Μα αν κοιτάξεις πιο καλά,
είναι της ελευθερίας τα φτερά που δεν θες να τα νιώσεις.