Σκυφτός μπρος τη σόμπα,
νωχελικός και σίγουρος.
Έσπαγες με τα χέρια σου τα κάστανα
και τα μασούσες χωρίς δόντια.
Κόκκινος ως το κόκαλο,
βασανισμένος ως την ψυχή,
περήφανος ως τα σύννεφα.
Με το μικρό σου μουστακάκι,
που συγκέντρωνε όλη σου την σκληράδα.
Μα το βλέμμα όλο καλοσύνη.
Που την έσωσες στην εξορία,
που την φύλαξες στο χακί σου τζάκετ.
Που δεν σου ΄κανε πια,
σκελετωμένος από την πείνα.
Σκελετωμένος από τις θύμισες.
Δεν μίλαγες ποτέ.
Που είσαι τώρα να νιώσεις ξανά να πνίγεσαι.
Να δεις για ποια Ελλάδα πολέμησες,
να δεις για ποιους Έλληνες έλιωσες στο ξερονήσι.
Να δεις πως κανείς δεν σε θυμάται πλέον.
Λες και δεν έζησες σε αυτή τη γη.
Λες και δεν έχουμε παρελθόν.
Λες και δεν είσαι συ το μέλλον.
Καλύτερα που έφυγες νωρίς.
Δεν θα το άντεχες.
νωχελικός και σίγουρος.
Έσπαγες με τα χέρια σου τα κάστανα
και τα μασούσες χωρίς δόντια.
Κόκκινος ως το κόκαλο,
βασανισμένος ως την ψυχή,
περήφανος ως τα σύννεφα.
Με το μικρό σου μουστακάκι,
που συγκέντρωνε όλη σου την σκληράδα.
Μα το βλέμμα όλο καλοσύνη.
Που την έσωσες στην εξορία,
που την φύλαξες στο χακί σου τζάκετ.
Που δεν σου ΄κανε πια,
σκελετωμένος από την πείνα.
Σκελετωμένος από τις θύμισες.
Δεν μίλαγες ποτέ.
Καθόσουν γυρτός στο τσίγκινο τραπεζάκι.
Με το άφιλτρο τσιγάρο και το καφεδάκι σου.
Σταυροπόδι, κοιτώντας στο κενό.
Που είσαι τώρα να δεις;Που είσαι τώρα να νιώσεις ξανά να πνίγεσαι.
Να δεις για ποια Ελλάδα πολέμησες,
να δεις για ποιους Έλληνες έλιωσες στο ξερονήσι.
Να δεις πως κανείς δεν σε θυμάται πλέον.
Λες και δεν έζησες σε αυτή τη γη.
Λες και δεν έχουμε παρελθόν.
Λες και δεν είσαι συ το μέλλον.
Καλύτερα που έφυγες νωρίς.
Δεν θα το άντεχες.
Ποιόνε να κλάψω πρώτονε
ποιον να τραγουδήσω πρώτονε
στο μπλόκο στην Καισαριανή,
που γίνηκε μια Κυριακή.
Που γίνηκε μια Κυριακή
πρωί με τη δροσούλα.
Γιώργη με τη γλυκιά φωνή,
με τις φαρδιές τις πλάτες,
πες μου την ύστερη στιγμή
τι βρήκες και τραγούδησες
και τάραξες τη γειτονιά
ως πέρα στο Παγκράτι.
Ποιόνε να κλάψω πρώτονε
ποιον να τραγουδήσω πρώτονε
στο μπλόκο στην Καισαριανή,
που γίνηκε μια Κυριακή.
Λευτέρη, με τα γαλανά
τα μάτια και την ομορφιά,
τους τοίχους που μπογιάτιζες
πες μου την ύστερη στιγμή
τι βρήκες και ζωγράφισες,
και το κοιτάν στη γειτονιά
και κλαίνε στο Παγκράτι?
Γιάννη καλέ, Νίκο αδελφέ,
Δημήτρη καροτσέρη,
π' άφησες έρμο τ' άλογο,
να τριγυρνά στους δρόμους
και το κοιτάν στην γειτονιά
και κλαίνε στο Παγκράτι.
Στίχοι: Νότης Περγιάλης
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Εκτέλεση: Χαρούλα Αλεξίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας παρακαλώ πολύ να γράφετε με Ελληνικούς χαρακτήρες και οι σχολιασμοί σας να μη ξεφεύγουν απο τα όρια της ευπρέπειας. Σχόλια τα οποία περιέχουν ύβρεις, θα αποκλείονται. Ευχαριστώ.