Η Γυναίκα καθόταν κάθε βράδυ στο πέτρινο μπαλκόνι της. Έπλεκε τραγούδια και τα τραγουδούσε με την βελούδινη φωνής. Περνούσαν οι περαστικοί και την θαύμαζαν. Ήταν η Γυναίκα των τραγουδιών. Κάποιο βράδυ ανοιξιάτικο ένας Άντρας κοντοστάθηκε. Έκατσε στο πεζούλι που βρισκόταν απέναντι από το μπαλκόνι της και την άκουσε με θαυμασμό.
Οι νύχτες περνούσαν και ο Άντρας ερωτεύτηκε την Γυναίκα. Κάθε βράδυ προσπαθούσε να βρει δικαιολογίες ώστε να περάσει από το κατώφλι της. Να την ακούσει για ακόμα μια φορά. Δεν μπορούσε πλέον να αντισταθεί στο τραγούδι της. Ήθελε σαν τρελός να την γνωρίσει, να την κάνει δική του.
Ένα βράδυ της χτύπησε την πόρτα. Και εκείνη του άνοιξε. Τον είχε προσέξει που καθόταν κάθε βράδυ κάτω από το μπαλκόνι της. Ήθελε και αυτή να τον γνωρίσει. Να τον κάνει δικό της. Κοιμήθηκαν μαζί. Ήταν σαν να γνωρίζονταν χρόνια. Σαν να γεννήθηκε ο ένας για τον άλλον. Σαν να έγινε ο κόσμος για αυτούς.
Οι μέρες περνούσαν και ο έρωτας έχει κάνει κατοχή στο μικρό διαμέρισμα της Γυναίκας. Ο Άντρας είχε γίνει πλέον η έμπνευση της. Έγραφε και τραγουδούσε μόνο για αυτόν. Και αυτός μαγεμένος την άκουγε και φούσκωνε από υπερηφάνεια και συγκίνηση.
Ο Άντρας μετά από καιρό ανέλαβε μια μεγάλη δουλειά. Που θα πήγαινε την καριέρα του στα ύψη. Και έτσι αφοσιώθηκε με πάθος. Δούλευε μέχρι αργά και γυρνούσε κουρασμένος και ανόρεχτος. Αλλά η δουλειά του τον γέμιζε ως πάνω. Δεν είχε χρόνο πλέον για την Γυναίκα. Δεν είχε χρόνο να την ακούει να τραγουδά. Ώσπου σταμάτησαν οι νύχτες έρωτα και πάθους. Η αγάπη φτήνυνε. Η Γυναίκα μαράζωνε μέρα με την μέρα. Δεν ήθελε να τον χάσει. Ο Άντρας την καθησύχαζε ότι όλα θα περάσουν και θα γίνουν όπως πρώτα.
Οι μήνες πέρναγαν και δεν άλλαζε τίποτα. Είχαν γίνει δυο ξένοι. Το μικρό διαμέρισμα έμοιαζε με φυλακή. Δεν μπορούσε να τους κρατήσει μαζί. Το τραγούδι της πλέον τον ενοχλούσε. Δεν τον άφηνε να κοιμηθεί, ενώ κάποτε τον νανούριζε. Δεν περίμενε ποτέ ότι κάτι που τον έκανε να την ερωτευτεί παράφορα, τώρα να του προκαλεί τόσο άγχος και νευρικότητα.
Και έτσι η Γυναίκα σταμάτησε να γράφει και να τραγουδά. Κλείστηκε στον εαυτό της. Έπεσε σε κατάθλιψη. Δεν μπορούσε να βγει από το σπίτι, δεν έτρωγε, δεν ζούσε. Όταν κατάλαβε ότι αυτοκαταστρεφόταν, όταν δεν είχε πλέον άλλα δάκρυα, του ζήτησε να φύγει από το σπίτι.
Αυτός ένα πρωί ανοιξιάτικο, ένα χρόνο μετά από εκείνη την επίσης ανοιξιάτικη νύχτα που της χτύπησε για πρώτη φορά την πόρτα, μάζεψε τα πράγματά του και χάθηκε στα στενά της πόλης. Περιπλανήθηκε για μέρες, πόνεσε πολύ, έκλαψε γοερά, κατάλαβε, μετάνιωσε.
Η Γυναίκα πήρε ξανά την θέση της στο μπαλκόνι και άρχισε να τραγουδά ξανά μόνο για εκείνη. Μα το τραγούδι είναι μισερό όταν δεν το τραγουδάς για κάποιον. Δεν έχει νόημα, ούτε συναίσθημα. Δεν έχει σκοπό. Δεν απαλύνει το πόνο, δεν γεμίζει την καρδιά. Τώρα το καταλάβαινε και αυτή. Δεν μπορείς να ζεις μόνο για σένα. Είναι φριχτή η ζωή χωρίς αγάπη. Χωρίς κάποιον να σε περιμένει.
Και καθώς τραγουδούσε βυθισμένη στις σκέψεις, είδε μια γνώριμη φιγούρα να κάθετε στο απέναντι πεζούλι. Βούρκωσε, άλλαξε τον τόνο της φωνής της και αυτόματα έπλεξε το πιο ερωτικό τραγούδι.
Και ξαφνικά άκουσε ξανά την πόρτα να χτυπάει...
Με τι καρδιά να σ’ αποχαιρετήσω
Με τι καρδιά τραγούδι να σου πω
στον ουρανό με τ’ όνειρο θα ζήσω
στον ουρανό σαν άστρο θα χαθώ
Βάλε φωνή κοντά σου να γυρίσω
βάλε φωνή τη γη να θυμηθώ
Με τι καρδιά τα μάτια σου ν’ αφήσω
Με τι καρδιά τον κόσμο ν’ αρνηθώ
σε σκοτεινό γεφύρι θα καθίσω
σε σκοτεινό ποτάμι θα σταθώ
Δώσ’ μου φωτιά τη νύχτα μου να σβήσω
Δώσ’ μου φωτιά στον ήλιο να βρεθώ
Στίχοι: Νίκος Γκάτσος
Μουσική: Σταύρος Ξαρχάκος
Εκτέλεση: Δημήτρης Παπαμιχαήλ
Το τραγούδι αυτό αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα αριστουργήματα, σταθμό στην ελληνική ιστορία της μουσικής και από άποψη στίχων και από άποψη σύνθεσης. Όσο αφορά το κομμάτι της ταινίας που έντυσε, αξίζει να αναφερθούμε στην εξαιρετική σκηνοθεσία του Αλέκου Σακελάριου, αλλά και την άψογη ερμηνεία και υποκριτική ικανότητα του Δημήτρη Παπαμιχαήλ.
Η πρώτη εκτέλεση ήταν από τον Σταμάτη Κόκοτα (ακούστε την ΕΔΩ), αλλά νομίζω ότι ο Παπαμιχαήλ το ανέδειξε και του έδωσε το συναίσθημα και την θεατρικότητα που του άξιζε.
Η πρώτη εκτέλεση ήταν από τον Σταμάτη Κόκοτα (ακούστε την ΕΔΩ), αλλά νομίζω ότι ο Παπαμιχαήλ το ανέδειξε και του έδωσε το συναίσθημα και την θεατρικότητα που του άξιζε.