Όταν ήμουν μικρή και ήθελα να κάνω ένα δώρο πιο προσωπικό σε κάποιο φίλο, έγραφα μια κασέτα. Ξόδευα ώρες ατελείωτες για να βρω τα τραγούδια που θα μπορούσαν να του αρέσουν. Έβαζα βέβαια πάντα και κάποια δικά μου που θα ήθελα να ακούσει. Έγραφα τους τίτλους με καλλιγραφικά γράμματα στο εξώφυλλο, συνήθως μια αφιέρωση… και πολλή αγάπη.
Κάπως έτσι μου ήρθε η ιδέα του ιστολογίου αυτού. Μια ηλεκτρονική κασέτα από τραγούδια που αγάπησα και αγαπώ σε συνδυασμό με φωτογραφίες δικές μου και μαζί κάποιες σκέψεις ή αναμνήσεις που πάντα τα συνοδεύουν.
Ένας χορός δίχως λόγια,
μοναχικός και έρημος.
Απλός μα και τόσο περίπλοκος.
Απτόητος και άφθαρτος.
Σαν μια θάλασσα που καταπίνει κάθε πόθο και κάθε επιθυμία.
Σέρνοντας στα χαλίκια το γερασμένο της σώμα.
Νωχελικό και γκρίζο.
Χειμωνιάτικο και αφιλόξενο.
Ένας χορός, μια θάλασσα, δυο κορμιά.
Σιωπούν στης δοξαριάς την όψη,
περιμένοντας το κύμα να τα σκεπάσει.
Απόψε ας μιλήσει η σιωπή.
Αυτή που δεν μπορέσαμε να τιμήσουμε τόσο καιρό.
Αυτή που δεν μπόρεσα να σου χαρίσω.
Επειδή μου το ζήτησες. Δεν μπορείς να ζητάς από κάποιον που αγαπά να μη μιλά.
Μόνο οι αδιάφοροι δεν μιλάνε. Μόνο αυτοί που σταμάτησαν να νιώθουν.
Και έτσι λοιπόν ως άνθρωποι που σταματήσαμε να νιώθουμε,
σαν άνθρωποι που αδιαφορήσαμε για την ζωή,
απόψε ας μη μιλήσουμε για αυτά που μας πονάνε.
Γι΄ αυτά που δεν μπορέσαμε ποτέ να καταλάβουμε,
τα άλυτα χαζά προβλήματα των ανθρώπων.
Αυτά που στην αρχή θεωρούσαμε ότι είναι των άλλων,
γιατί εμείς είμαστε ξεχωριστοί, σπουδαίοι.
Ξεκινήσαμε σαν Θεοί και γίναμε άνθρωποι.
Ξεχάσαμε τους ουρανούς και γυρίσαμε στη γη.
Προσγειωθήκαμε απότομα, σκληρά και χάσαμε τα αστέρια.
Και έτσι το μόνο που μας μένει είναι η σιωπή.
Αυτή που μου έμαθες τόσο καλά.
Αυτή που μου ζητούσες απεγνωσμένα.
Αυτή θα ακολουθήσουμε, αυτή θα επιλέξουμε.
Γιατί οι λέξεις πλέον σώθηκαν, γίνανε φθηνές και άχρωμες.
Ανούσιες και μικροαστικές.
Μακρυά από αυτό που ζήσαμε.
Πέρα απ΄αυτό που νιώσαμε.
Που καταστρέφουν μέρα με τη μέρα ακόμα και την τελευταία ρανίδα αγάπης.
Αδειάσαμε. Τελειώσαμε.
Και έτσι ας αρχίσει η σιωπή.
Βασανιστικά αλλά συνάμα λυτρωτικά.
Η σιωπή που έχει ως αρχή την πιο δύσκολή λέξη.
Ένα Αντίο.
πίσω από τις πολύβουες μηχανές που ακούραστα κουράζουν τους ανθρώπους.
Μετά την βροχή, μετά την εξομολόγηση, μετά την αλήθεια.
Στο τέλος ενός δρόμου άγνωστου και μικρού,
μια πόρτα δίχως αριθμό, ένα δάσος χωρίς ελπίδα.
Ζωές μόνες και έρημες,
διαμελισμενες σε χώματα και χρώματα,
πέτρες και κορμούς.
Στοιβαγμένες σε ξύλινους φράχτες δίχως μνήμη και πατρίδα.
Ζωές αθώες και ενοχικές,
άσπιλες και αμαρτωλές,
αναζητούν την διεύθυνση που τους αξίζει.